αποστειρωτικός

αποστειρωτικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την αποστείρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποστειρωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην αποστείρωση: Υπάρχουν αποστειρωτικές συσκευές που δεν κοστίζουν πολλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”